- σώζοντας
- σώζωpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σῴζοντας — σώζω pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυαγοσώστης — ο 1. αυτός που σώζει ή έχει ως έργο του να σώζει ναυαγούς ή ναυαγισμένα πλοία 2. (στις οργανωμένες πλαζ) ειδικός υπάλληλος επιφορτισμένος να παρακολουθεί τους λουομένους και να επεμβαίνει στην περίπτωση που κάποιος κινδυνεύει να πνιγεί σώζοντας… … Dictionary of Greek
Δέκιος — (Decius). Επώνυμο ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Πόπλιος Δ. Μυς (Publius Decius Mus, 4ος αι. π.Χ.). Έλαβε μέρος στον πόλεμο εναντίον των Λατίνων και των Σαμνιτών το 343 π.Χ. και έσωσε τον στρατό του ύπατου Αρβίνα, που είχε κυκλωθεί… … Dictionary of Greek
Καταρτζής, Θεόδωρος — Αγωνιστής του 1821 από την Κάσο. Ήταν ένας από τους εύπορους πλοιάρχους του νησιού. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία στο Γύθειο και εργάστηκε με ζήλο για τους σκοπούς της. Υπήρξε από τους πρώτους που προπαρασκεύασαν την εξέγερση στην Κάσο. Τέθηκε… … Dictionary of Greek
Χατζόπουλος, Γεώργιος — (1858 – 1927). Ζωγράφος από το Αίγιο. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου και ασχολήθηκε κυρίως με τοπιογραφίες και θαλασσογραφίες της Αττικής, της Αιτωλοακαρνανίας, της Πάτρας και του Αιγίου. Χρημάτισε καθηγητής της ιχνογραφίας στη… … Dictionary of Greek